- υπομνηματογράφος
- ο / ὑπομνηματογράφος, ΝΜΑνεοελλ.υπομνηματιστής, σχολιαστήςνεοελλ.-μσν.1. (στο Βυζ.) αξιωματούχος σε διάφορες υπηρεσίες τής Κωνσταντινούπολης και τών επαρχιών, που είχε ως καθήκον να εκτελεί τη γραφική εργασία τών υπηρεσιών αυτών αλλά και την προσωπική άλλων ανωτέρων του οι οποίοι ήταν επικεφαλής αυτών τών υπηρεσιών2. εκκλ. α) αξίωμα-οφίκιο κληρικού τού οποίου ο κάτοχος, κατά τη βυζαντινή εποχή, ως βοηθός τού πατριάρχη ή τού επισκόπου, τόν συνόδευε, κατέγραφε τις συζητήσεις και κρατούσε πρακτικάβ) οφίκιο που χορηγείται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη σε εκκλησιαστικά πρόσωπα και σε λαϊκούς που διακρίνονται για την προσφορά τους στην Εκκλησία και στο κοινωνικό σύνολοαρχ.1. (στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια και στην Πάφο) τίτλος ανώτερου δημόσιου άρχοντα και, ειδικότερα στην Αίγυπτο, πρακτικογράφος τού βασιλιά, ένα από τα πιο υψηλά αξιώματα τής εποχής2. στον πληθ. oἱ ὑπομνηματογράφοισυγγραφείς απομνημονευμάτων ή ιστορικοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόμνημα, -ατος + -γρά-φος*].
Dictionary of Greek. 2013.